Άδολος στα πολωνικά

Μετάφραση: άδολος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szczery, prostoduszny, zwykły, równina, prosty, prostu, plain
Άδολος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άδολος

άβουλος συνωνυμα, άβουλος συνώνυμο, άβουλος συνώνυμα, άδολος αγγλικά, άδολος λεξικό γλώσσας πολωνικά, άδολος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • άδειος στα πολωνικά - opróżniać, opustoszeć, wakujący, nieobecny, tępy, gołosłowny, wylewać, ...
  • άδικος στα πολωνικά - niesprawiedliwy, niesłuszny, bezprawny, niesprawiedliwych, niesprawiedliwi, nieprawych
  • άθελα στα πολωνικά - nieświadomie, bezwiednie, niechcący, mimowolnie, nieumyślnie
  • άθεος στα πολωνικά - ateista, bezbożnik, niedowiarek, bezbożny, bezbożniczy, godless, bezbożna, ...
Τυχαίες λέξεις
Άδολος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: szczery, prostoduszny, zwykły, równina, prosty, prostu, plain