Άδολος στα ολλανδικά

Μετάφραση: άδολος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vlakte, effen, gewoon, duidelijk, duidelijke
Άδολος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άδολος

άβουλος συνωνυμα, άβουλος συνώνυμο, άβουλος συνώνυμα, άδολος αγγλικά, άδολος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, άδολος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • άδειος στα ολλανδικά - uithalen, open, ledig, legen, onbezet, vacant, opengevallen, ...
  • άδικος στα ολλανδικά - zondig, onrechtvaardigen, onrechtvaardige, onrechtvaardig, ongerechtige
  • άθελα στα ολλανδικά - onbewust, ongewild, zonder het te weten, onbedoeld, onwetend
  • άθεος στα ολλανδικά - goddeloos, goddeloze, goddelozen, goddelooze, godless
Τυχαίες λέξεις
Άδολος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vlakte, effen, gewoon, duidelijk, duidelijke