Άδολος στα φινλανδικά

Μετάφραση: άδολος, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tavallinen, plain, tavalliselle, selvästi, pelkkä
Άδολος στα φινλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άδολος

άβουλος συνωνυμα, άβουλος συνώνυμο, άβουλος συνώνυμα, άδολος αγγλικά, άδολος λεξικό γλώσσας φινλανδικά, άδολος στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • άδειος στα φινλανδικά - toimeton, tuottamaton, asumaton, avoin, tyhjä, vapaa, asuttamaton, ...
  • άδικος στα φινλανδικά - väärämielinen, etteivät väärät, väärintekijä, vääräin
  • άθελα στα φινλανδικά - tietämättään, tahattomasti, tahtomattaan, tietämättä, tahatonta
  • άθεος στα φινλανδικά - ateisti, jumalankieltäjä, jumalaton, jumalattomat, jumalattoman, jumalattomia, jumalattomien
Τυχαίες λέξεις
Άδολος στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: tavallinen, plain, tavalliselle, selvästi, pelkkä