Άδολος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: άδολος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
planície, simples, liso, claro, plain
Άδολος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άδολος

άβουλος συνωνυμα, άβουλος συνώνυμο, άβουλος συνώνυμα, άδολος αγγλικά, άδολος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, άδολος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • άδειος στα πορτογαλικά - lugar, esvaziar, vão, total, vago, vazio, emprego, ...
  • άδικος στα πορτογαλικά - injusto, injustos, injusta, maligno os, injustas
  • άθελα στα πορτογαλικά - involuntariamente, inconscientemente, inadvertidamente, sem querer, unwittingly
  • άθεος στα πορτογαλικά - ateu, ímpio, godless, sem Deus, ímpios
Τυχαίες λέξεις
Άδολος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: planície, simples, liso, claro, plain