Έμπιστος στα δανικά

Μετάφραση: έμπιστος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
trofaste, fuldgod, troværdig, trofast, betroede
Έμπιστος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έμπιστος

έμπιστος συνόνυμα, έμπιστος αντίθετο, έμπιστος λεξικό γλώσσας δανικά, έμπιστος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • έμβολο στα δανικά - stempel, stemplet, stemplets
  • έμβρυο στα δανικά - embryo, foster, fosteret, fostret, fosterets, fostrets
  • έμπνευση στα δανικά - inspiration, inspirere, inspirationen, inspireret
  • έμπορας στα δανικά - grosserer, købmand, handlende, handelsskibe, købmanden, merchant
Τυχαίες λέξεις
Έμπιστος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: trofaste, fuldgod, troværdig, trofast, betroede