Έμπιστος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: έμπιστος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fiel, confiável, trusty, confiança, de confiança
Έμπιστος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έμπιστος

έμπιστος συνόνυμα, έμπιστος αντίθετο, έμπιστος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, έμπιστος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • έμβολο στα πορτογαλικά - pistola, pistão, êmbolo, de pistão, do pistão, de êmbolo
  • έμβρυο στα πορτογαλικά - embriões, feto, fetos, fetus, feto em, fetal
  • έμπνευση στα πορτογαλικά - inspiração, a inspiração, de inspiração, da inspiração
  • έμπορας στα πορτογαλικά - comerciante, negociante, mercadoria, mercador, mercante, comercial, comerciante de
Τυχαίες λέξεις
Έμπιστος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: fiel, confiável, trusty, confiança, de confiança