Έμπιστος στα ισλανδικά
Μετάφραση: έμπιστος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
traustur, vopni
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έμπιστος
έμπιστος συνόνυμα, έμπιστος αντίθετο, έμπιστος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, έμπιστος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- έμβολο στα ισλανδικά - stimpla, bullu, bullan, stimpillinn, bulla
- έμβρυο στα ισλανδικά - fóstrið, fóstur, fósturs, fóstrið er, fóstrinu
- έμπνευση στα ισλανδικά - innblástur, hvatning, innblásturinn, innblásin, innblásturs
- έμπορας στα ισλανδικά - kaupmaður, kaupskip, kaupmanni, kaupskipum, kaupmanns, seljanda
Τυχαίες λέξεις
Έμπιστος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: traustur, vopni
Μεταφράσεις: traustur, vopni