Έμπιστος στα ουκρανικά
Μετάφραση: έμπιστος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
довірений, надійний, надійне, найнадійніший, надійніший, надійна
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έμπιστος
έμπιστος συνόνυμα, έμπιστος αντίθετο, έμπιστος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, έμπιστος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- έμβολο στα ουκρανικά - пістолети, поршень
- έμβρυο στα ουκρανικά - ембріон, плід
- έμπνευση στα ουκρανικά - інспектує, натхнення, наснагу
- έμπορας στα ουκρανικά - торгівля, ходовий, торговець, продавець, торгівець
Τυχαίες λέξεις
Έμπιστος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: довірений, надійний, надійне, найнадійніший, надійніший, надійна
Μεταφράσεις: довірений, надійний, надійне, найнадійніший, надійніший, надійна