Αναστενάζω στα δανικά
Μετάφραση: αναστενάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sukke, suk, sigh, sukkede
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναστενάζω
αναστενάζω αγγλικα, αναστενάζω βγαίνει φωτιά, αναστενάζω βγαίνει φωτιά στιχοι, αναστενάζω και πονώ, αναστενάζω μετάφραση, αναστενάζω λεξικό γλώσσας δανικά, αναστενάζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- αναστέλλω στα δανικά - hæmme, hæmmer, inhibere, inhiberer, at inhibere
- αναστατώνω στα δανικά - fluster, forfjamskelse
- αναστεναγμός στα δανικά - sukke, suk, sigh, sukkede
- αναστηλώνω στα δανικά - løfte, hæve, avle, opdrage, restaureret, genoprettet, gendannet, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναστενάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sukke, suk, sigh, sukkede
Μεταφράσεις: sukke, suk, sigh, sukkede