Αναστενάζω στα εσθονικά

Μετάφραση: αναστενάζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ohe, ohkama, sigh, õhkama, igatsemine
Αναστενάζω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναστενάζω

αναστενάζω αγγλικα, αναστενάζω βγαίνει φωτιά, αναστενάζω βγαίνει φωτιά στιχοι, αναστενάζω και πονώ, αναστενάζω μετάφραση, αναστενάζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, αναστενάζω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • αναστέλλω στα εσθονικά - riputama, pärssima, inhibeerivad, inhibeerida, pärssida, pärsivad
  • αναστατώνω στα εσθονικά - erutuma, Hermostuttaa, segadusse ajama, segasus, Segaduse täiesti
  • αναστεναγμός στα εσθονικά - ohe, ohkama, sigh, õhkama, igatsemine
  • αναστηλώνω στα εσθονικά - taastama, tõstma, kasvatama, püstitama, seisev, jäik, taastatud, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναστενάζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: ohe, ohkama, sigh, õhkama, igatsemine