Αρνησικυρία στα δανικά
Μετάφραση: αρνησικυρία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
veto, forbyde, vetoret, nedlægge veto, vetoretten, at nedlægge veto
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρνησικυρία
αρνησικυρία ορισμός, αρνησικυρία συνωνυμο, λαϊκή αρνησικυρία, αρνησικυρία τι είναι, αναβλητική αρνησικυρία, αρνησικυρία λεξικό γλώσσας δανικά, αρνησικυρία στα δανικά
Μεταφράσεις
- αρμόζων στα δανικά - montering, passende, indretning, tilpasning, fitting
- αρνί στα δανικά - lam, lammekød, Lammets, lammet, lamb
- αρνητικά στα δανικά - negativ, negative, negativt, benægtende
- αρουραίος στα δανικά - rotte, rotter, rotten, rat
Τυχαίες λέξεις
Αρνησικυρία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: veto, forbyde, vetoret, nedlægge veto, vetoretten, at nedlægge veto
Μεταφράσεις: veto, forbyde, vetoret, nedlægge veto, vetoretten, at nedlægge veto