Αρνησικυρία στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: αρνησικυρία, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вето, ветото, право на вето, стави вето, правото на вето
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρνησικυρία
αρνησικυρία ορισμός, αρνησικυρία συνωνυμο, λαϊκή αρνησικυρία, αρνησικυρία τι είναι, αναβλητική αρνησικυρία, αρνησικυρία λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, αρνησικυρία στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- αρμόζων στα σλαβομακεδονικά - фитинг, монтирање, монтажа, поставување, опремување
- αρνί στα σλαβομακεδονικά - јагнето, јагнешко, јагнешко месо, јагне, јагниња
- αρνητικά στα σλαβομακεδονικά - негативен, негативни, негативна, негативно, негативните
- αρουραίος στα σλαβομακεδονικά - стаорец, стаорци, на стаорци, глушецот, рат
Τυχαίες λέξεις
Αρνησικυρία στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: вето, ветото, право на вето, стави вето, правото на вето
Μεταφράσεις: вето, ветото, право на вето, стави вето, правото на вето