Αρνησικυρία στα σουηδικά

Μετάφραση: αρνησικυρία, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
veto, vetorätt, vetorätten, vetot
Αρνησικυρία στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρνησικυρία

αρνησικυρία ορισμός, αρνησικυρία συνωνυμο, λαϊκή αρνησικυρία, αρνησικυρία τι είναι, αναβλητική αρνησικυρία, αρνησικυρία λεξικό γλώσσας σουηδικά, αρνησικυρία στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • αρμόζων στα σουηδικά - montering, passande, passform, monteringen, monterings
  • αρνί στα σουηδικά - lamm, lammet, lamb, lammkött
  • αρνητικά στα σουηδικά - negativ, negativa, negativt, nekande
  • αρουραίος στα σουηδικά - råtta, rått, råttan
Τυχαίες λέξεις
Αρνησικυρία στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: veto, vetorätt, vetorätten, vetot