Αρνησικυρία στα ολλανδικά

Μετάφραση: αρνησικυρία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
veto, vetorecht, veto van, het veto, vetorechten
Αρνησικυρία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρνησικυρία

αρνησικυρία ορισμός, αρνησικυρία συνωνυμο, λαϊκή αρνησικυρία, αρνησικυρία τι είναι, αναβλητική αρνησικυρία, αρνησικυρία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αρνησικυρία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αρμόζων στα ολλανδικά - behoorlijk, voegzaam, keurig, betamelijk, gepast, passend, fitting, ...
  • αρνί στα ολλανδικά - lam, lamsvlees, lammeren, lamb, lams
  • αρνητικά στα ολλανδικά - ontkennend, negatief, negatieve, de negatieve, een negatieve
  • αρουραίος στα ολλανδικά - rat, rot, ratten, de rat
Τυχαίες λέξεις
Αρνησικυρία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: veto, vetorecht, veto van, het veto, vetorechten