Αρνησικυρία στα ισλανδικά
Μετάφραση: αρνησικυρία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
neitunarvald, vetoið, Veto
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρνησικυρία
αρνησικυρία ορισμός, αρνησικυρία συνωνυμο, λαϊκή αρνησικυρία, αρνησικυρία τι είναι, αναβλητική αρνησικυρία, αρνησικυρία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αρνησικυρία στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αρμόζων στα ισλανδικά - mátun, hæfi, vel við hæfi, við hæfi, hæfa
- αρνί στα ισλανδικά - lambakjöt, lamb, lambið, lambinu, lamba
- αρνητικά στα ισλανδικά - neikvæð, neikvæðar, neikvætt, neikvæður, neikvæða
- αρουραίος στα ισλανδικά - rotta, rottum, Rat, rottu, rottur
Τυχαίες λέξεις
Αρνησικυρία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: neitunarvald, vetoið, Veto
Μεταφράσεις: neitunarvald, vetoið, Veto