Βαφτιστικός στα δανικά
Μετάφραση: βαφτιστικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
Godson, gudsøn, Godson fra tænketanken
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βαφτιστικός
βαπτιστικός σταυρός, βαπτιστικός σταυρός για αγόρι, βαφτιστικός 2012, βαπτιστικός σταυρός αγόρι, βαφτιστικός του σακελλαρίδη, βαφτιστικός λεξικό γλώσσας δανικά, βαφτιστικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- βαφτίζω στα δανικά - Christen
- βαφτιστήρι στα δανικά - gudbørn
- βγάζω στα δανικά - Doff
- βδελυρός στα δανικά - hæslige, hæslig, hæsligt, modbydelige, afskyelige
Τυχαίες λέξεις
Βαφτιστικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: Godson, gudsøn, Godson fra tænketanken
Μεταφράσεις: Godson, gudsøn, Godson fra tænketanken