Βαφτιστικός στα πολωνικά

Μετάφραση: βαφτιστικός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chrześniak, Godson, Samuraj, chrześniakiem, chrześniaka
Βαφτιστικός στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βαφτιστικός

βαπτιστικός σταυρός, βαπτιστικός σταυρός για αγόρι, βαφτιστικός 2012, βαπτιστικός σταυρός αγόρι, βαφτιστικός του σακελλαρίδη, βαφτιστικός λεξικό γλώσσας πολωνικά, βαφτιστικός στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • βαφτίζω στα πολωνικά - chrzcić, ochrzcić, Christen, nadać imię
  • βαφτιστήρι στα πολωνικά - chrześniak, chrześniacy
  • βγάζω στα πολωνικά - ujawniać, wywołać, wywoływać, wydobywać, wyciągać, muskać, zdejmować, ...
  • βδελυρός στα πολωνικά - pokraczny, szkaradny, ohydny, straszny, wstrętny, odrażający, obrzydliwy, ...
Τυχαίες λέξεις
Βαφτιστικός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: chrześniak, Godson, Samuraj, chrześniakiem, chrześniaka