Βαφτιστικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: βαφτιστικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
petekind, peetzoon, Godson, de peetzoon, peetzoon van
Βαφτιστικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βαφτιστικός

βαπτιστικός σταυρός, βαπτιστικός σταυρός για αγόρι, βαφτιστικός 2012, βαπτιστικός σταυρός αγόρι, βαφτιστικός του σακελλαρίδη, βαφτιστικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βαφτιστικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βαφτίζω στα ολλανδικά - dopen, Christen, doop, ChristenUnie, naam geven
  • βαφτιστήρι στα ολλανδικά - petekinderen, peetkinderen
  • βγάζω στα ολλανδικά - doff, de Doff, zich de Doff
  • βδελυρός στα ολλανδικά - afschuwelijk, vuil, obsceen, afgrijselijk, weerzinwekkend, afzichtelijk, afschuwelijke, ...
Τυχαίες λέξεις
Βαφτιστικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: petekind, peetzoon, Godson, de peetzoon, peetzoon van