Βιάζομαι στα δανικά

Μετάφραση: βιάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skynde, skynd, travlt, skynde sig, skynd dig
Βιάζομαι στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βιάζομαι

βιάζομαι να μεγαλώσω, vito βιάζομαι, βιάζομαι αρχαία, βιάζομαι αρχικοί χρόνοι, ονειροκριτης βιάζομαι, βιάζομαι λεξικό γλώσσας δανικά, βιάζομαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • βερνικώνω στα δανικά - fernis, lak, polsk, polske, polish, polering, polere
  • βηματίζω στα δανικά - trappe, gang, skridt, trin, forholdsregel, skridtlængde, stride, ...
  • βιαιοπραγία στα δανικά - angribe, batteri, batteriet, batteriets, batterier
  • βιασμός στα δανικά - voldtægt, raps, rybs-, rybsfrø, raps-
Τυχαίες λέξεις
Βιάζομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skynde, skynd, travlt, skynde sig, skynd dig