Βιάζομαι στα ουγγρικά
Μετάφραση: βιάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
siet, siess, sietni, siessen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βιάζομαι
βιάζομαι να μεγαλώσω, vito βιάζομαι, βιάζομαι αρχαία, βιάζομαι αρχικοί χρόνοι, ονειροκριτης βιάζομαι, βιάζομαι λεξικό γλώσσας ουγγρικά, βιάζομαι στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- βερνικώνω στα ουγγρικά - fénymáz, politúrozás, lengyel, polish, a lengyel, fényező, lakk
- βηματίζω στα ουγγρικά - terpesztávolság, lépked, lépés, léptekkel, stride, haladt előre
- βιαιοπραγία στα ουγγρικά - ostromlás, akkumulátor, akkumulátort, elem, az akkumulátor, akku
- βιασμός στα ουγγρικά - elrablás, repce, törköly, megerőszakolás, erőszak, nemi erőszak, nemi erőszakot
Τυχαίες λέξεις
Βιάζομαι στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: siet, siess, sietni, siessen
Μεταφράσεις: siet, siess, sietni, siessen