Βιάζομαι στα λιθουανικά
Μετάφραση: βιάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paskubėti, skubėti, paskubėkite, neskuba, skuba
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βιάζομαι
βιάζομαι να μεγαλώσω, vito βιάζομαι, βιάζομαι αρχαία, βιάζομαι αρχικοί χρόνοι, ονειροκριτης βιάζομαι, βιάζομαι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, βιάζομαι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- βερνικώνω στα λιθουανικά - lakas, lenkų, Lenkijos, polish, lako
- βηματίζω στα λιθουανικά - laiptelis, žingsnis, priemonė, eisena, pakopa, žingsniuoti, žengti, ...
- βιαιοπραγία στα λιθουανικά - užpuolimas, išprievartavimas, baterija, baterijos, akumuliatoriaus, akumuliatorius, akumuliatorių
- βιασμός στα λιθουανικά - rapsas, prievartavimas, išžaginimas, rapsų, rapsai
Τυχαίες λέξεις
Βιάζομαι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: paskubėti, skubėti, paskubėkite, neskuba, skuba
Μεταφράσεις: paskubėti, skubėti, paskubėkite, neskuba, skuba