Βιάζομαι στα ουκρανικά
Μετάφραση: βιάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поспішати, квапливість, спішити, поспішність, квапитися, квапитись
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βιάζομαι
βιάζομαι να μεγαλώσω, vito βιάζομαι, βιάζομαι αρχαία, βιάζομαι αρχικοί χρόνοι, ονειροκριτης βιάζομαι, βιάζομαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βιάζομαι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- βερνικώνω στα ουκρανικά - пустуне, шибеник, пустун, польський, польська, польську, польське, ...
- βηματίζω στα ουκρανικά - східці, редан, ходе, інтервал, хід, алюр, стрибок, ...
- βιαιοπραγία στα ουκρανικά - напад, атака, нападати, штурм, штурмувати, акумулятор, аккумулятор
- βιασμός στα ουκρανικά - ненажерливість, жадобу, жадібність, жадоба, викрадення, згвалтування, зґвалтування
Τυχαίες λέξεις
Βιάζομαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: поспішати, квапливість, спішити, поспішність, квапитися, квапитись
Μεταφράσεις: поспішати, квапливість, спішити, поспішність, квапитися, квапитись