Βιάζομαι στα πορτογαλικά

Μετάφραση: βιάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pressa, apressar, precipitadamente, apresse, se apressar, correr
Βιάζομαι στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βιάζομαι

βιάζομαι να μεγαλώσω, vito βιάζομαι, βιάζομαι αρχαία, βιάζομαι αρχικοί χρόνοι, ονειροκριτης βιάζομαι, βιάζομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, βιάζομαι στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • βερνικώνω στα πορτογαλικά - vário, envernizar, verniz, vernizes, polonês
  • βηματίζω στα πορτογαλικά - escalão, etapa, medida, passo, andar, medição, degrau, ...
  • βιαιοπραγία στα πορτογαλικά - assaltar, abordar, agredir, assalto, atacar, acometer, bateria, ...
  • βιασμός στα πορτογαλικά - estupro, violação, colza, o estupro, de estupro
Τυχαίες λέξεις
Βιάζομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: pressa, apressar, precipitadamente, apresse, se apressar, correr