Βιάζομαι στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: βιάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
побрзаме, брза, побрзај, брзаат, се брза
Βιάζομαι στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βιάζομαι

βιάζομαι να μεγαλώσω, vito βιάζομαι, βιάζομαι αρχαία, βιάζομαι αρχικοί χρόνοι, ονειροκριτης βιάζομαι, βιάζομαι λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, βιάζομαι στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • βερνικώνω στα σλαβομακεδονικά - полски, полскиот, лак, полирање, полската
  • βηματίζω στα σλαβομακεδονικά - чекорот, чекорат
  • βιαιοπραγία στα σλαβομακεδονικά - силувањето, батерија, батеријата, батерии, на батеријата, батериите
  • βιασμός στα σλαβομακεδονικά - силувањето, силување, силувања, за силување, репка
Τυχαίες λέξεις
Βιάζομαι στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: побрзаме, брза, побрзај, брзаат, се брза