Βιάζομαι στα σλοβενικά
Μετάφραση: βιάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pohitite, pohiteti, mudi, pohiti, hiteti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βιάζομαι
βιάζομαι να μεγαλώσω, vito βιάζομαι, βιάζομαι αρχαία, βιάζομαι αρχικοί χρόνοι, ονειροκριτης βιάζομαι, βιάζομαι λεξικό γλώσσας σλοβενικά, βιάζομαι στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- βερνικώνω στα σλοβενικά - lak, polish, nohte, za nohte, poliranje
- βηματίζω στα σλοβενικά - stopnica, stopiti, stride, Dolg korak
- βιαιοπραγία στα σλοβενικά - utok, napadení, baterija, baterije, baterijo, akumulator, akumulatorja
- βιασμός στα σλοβενικά - unést, posilstvo, rape, posilstva, posilstvu, repica
Τυχαίες λέξεις
Βιάζομαι στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: pohitite, pohiteti, mudi, pohiti, hiteti
Μεταφράσεις: pohitite, pohiteti, mudi, pohiti, hiteti