Βιάζομαι στα εσθονικά
Μετάφραση: βιάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kiirustama, tõttama, rutt, kiirusta, kiirustada, kiire, kiirustage
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βιάζομαι
βιάζομαι να μεγαλώσω, vito βιάζομαι, βιάζομαι αρχαία, βιάζομαι αρχικοί χρόνοι, ονειροκριτης βιάζομαι, βιάζομαι λεξικό γλώσσας εσθονικά, βιάζομαι στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- βερνικώνω στα εσθονικά - lakk, poola, polish, poleerimiseks, lakkimine, poleerimine
- βηματίζω στα εσθονικά - samm, sammuma, kõnnak, astuma, aste, sammupikkus, edusamm, ...
- βιαιοπραγία στα εσθονικά - vägistamine, ründama, aku, akut, patarei, patareid, akuga
- βιασμός στα εσθονικά - vägistama, raps, vägistamine, vägistamise, rapsi, vägistamist, rape
Τυχαίες λέξεις
Βιάζομαι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kiirustama, tõttama, rutt, kiirusta, kiirustada, kiire, kiirustage
Μεταφράσεις: kiirustama, tõttama, rutt, kiirusta, kiirustada, kiire, kiirustage