Βιάζομαι στα ισλανδικά
Μετάφραση: βιάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flýta, drífa, flýtir, að drífa, flýta mér
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βιάζομαι
βιάζομαι να μεγαλώσω, vito βιάζομαι, βιάζομαι αρχαία, βιάζομαι αρχικοί χρόνοι, ονειροκριτης βιάζομαι, βιάζομαι λεξικό γλώσσας ισλανδικά, βιάζομαι στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- βερνικώνω στα ισλανδικά - polish, pólska
- βηματίζω στα ισλανδικά - skref, trappa, áfangi, fet, vaða
- βιαιοπραγία στα ισλανδικά - rafhlaða, rafhlaðan, rafhlöðu, rafhlöðuna, rafhlöðunnar
- βιασμός στα ισλανδικά - nauðga, nauðgun, nauðganir, nauðgunum, nauðgun í
Τυχαίες λέξεις
Βιάζομαι στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: flýta, drífa, flýtir, að drífa, flýta mér
Μεταφράσεις: flýta, drífa, flýtir, að drífa, flýta mér