Γδύνω στα δανικά

Μετάφραση: γδύνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
unrobe
Γδύνω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γδύνω

γδύνω λεξικό γλώσσας δανικά, γδύνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • γδούπος στα δανικά - bump, thud, dunk, brag
  • γδύνομαι στα δανικά - klæde, undress, klæde sig, gevandter, klæde sig af
  • γείτονας στα δανικά - nabo, næste, naboen, naboens
  • γεγονός στα δανικά - begivenhed, faktum, tildragelse, hændelse, happening, kendsgerning, faktisk, ...
Τυχαίες λέξεις
Γδύνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: unrobe