Γδύνω στα εσθονικά

Μετάφραση: γδύνω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
unrobe
Γδύνω στα εσθονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γδύνω

γδύνω λεξικό γλώσσας εσθονικά, γδύνω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • γδούπος στα εσθονικά - hüüumärk, lajatama, löök, müts, müdin, mütsatust, mütsatusega, ...
  • γδύνομαι στα εσθονικά - lahti riietuma, undress, Riisuutua, lahti riietama, riietuvad lahti
  • γείτονας στα εσθονικά - naaber, naabri, ligimest, naabrile, ligimese
  • γεγονός στα εσθονικά - tõsiasi, esinemine, sündmus, tegelikkus, juht, tegu, ilmnemine, ...
Τυχαίες λέξεις
Γδύνω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: unrobe