Γδύνω στα πολωνικά

Μετάφραση: γδύνω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozebrać, rozbierać, zdejmować szaty
Γδύνω στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γδύνω

γδύνω λεξικό γλώσσας πολωνικά, γδύνω στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • γδούπος στα πολωνικά - huk, trzasnąć, grzywka, trzask, walić, uderzenie, uderzać, ...
  • γδύνομαι στα πολωνικά - rozebrać, rozbierać, rozbierać się, undress, rozbiera
  • γείτονας στα πολωνικά - sąsiad, bliźni, sąsiadem, sąsiada, bliźniego
  • γεγονός στα πολωνικά - impreza, wydarzenie, rzeczywistość, spotkanie, fakt, kombinacja, osuwisko, ...
Τυχαίες λέξεις
Γδύνω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: rozebrać, rozbierać, zdejmować szaty