Γδύνω στα ουκρανικά

Μετάφραση: γδύνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
роздягатися, роздягати, повсякденний, роздягатись, unrobe
Γδύνω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γδύνω

γδύνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, γδύνω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • γδούπος στα ουκρανικά - гашиш, раптом, стук, ударити, стукнути, тузити, глухий, ...
  • γδύνομαι στα ουκρανικά - роздягатись, роздягатися, повсякденний, роздягати
  • γείτονας στα ουκρανικά - сусідка, сусід, сусіда
  • γεγονός στα ουκρανικά - обставину, яких-таких, случай, подія, подію, місцезнаходження, номер, ...
Τυχαίες λέξεις
Γδύνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: роздягатися, роздягати, повсякденний, роздягатись, unrobe