Γδύνω στα λιθουανικά
Μετάφραση: γδύνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
unrobe
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γδύνω
γδύνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, γδύνω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- γδούπος στα λιθουανικά - trenksmas, dunkstelėjimas, bumbtelėjimas, pumptelėti, dunkstelėti, bumbtelėti
- γδύνομαι στα λιθουανικά - nurengti, nusirengti, išsirengti, laisvas kambarinis kostiumas, neparadinė uniforma
- γείτονας στα λιθουανικά - kaimynas, kaimynė, artimas, kaimyno, artimui
- γεγονός στα λιθουανικά - tikrovė, pasekmė, rezultatas, reiškinys, įvykis, faktas, poveikis, ...
Τυχαίες λέξεις
Γδύνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: unrobe
Μεταφράσεις: unrobe