Γδύνω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: γδύνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
despir, desagasalhar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γδύνω
γδύνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, γδύνω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- γδούπος στα πορτογαλικά - estrondo, baque, pancada, batida, barulho, ruído surdo
- γδύνομαι στα πορτογαλικά - desagasalhar, despir, despir-se, undress, nudez, se despir
- γείτονας στα πορτογαλικά - vizinho, vizinhança, próximo, vizinha, vizinhos
- γεγονός στα πορτογαλικά - consequência, resultado, evento, fato, ceia, facilitar, efeito, ...
Τυχαίες λέξεις
Γδύνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: despir, desagasalhar
Μεταφράσεις: despir, desagasalhar