Γδύνω στα ουγγρικά
Μετάφραση: γδύνω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
levetkőztet, kivetkőzik
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γδύνω
γδύνω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, γδύνω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- γδούπος στα ουγγρικά - puffanás, puffanással, tompa puffanást, tompa puffanással, koppanással
- γδύνομαι στα ουγγρικά - levetkőzik, levetkőzni, vetkõzni, vetkőzni
- γείτονας στα ουγγρικά - szomszéd, szomszédja, környező, szomszédos, mutatása
- γεγονός στα ουγγρικά - tény, versenyszám, bekövetkezés, sportesemény, megtörténés, tényt, Valójában
Τυχαίες λέξεις
Γδύνω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: levetkőztet, kivetkőzik
Μεταφράσεις: levetkőztet, kivetkőzik