Γδύνω στα ισλανδικά

Μετάφραση: γδύνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afklæða, unrobe
Γδύνω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γδύνω

γδύνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, γδύνω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • γδούπος στα ισλανδικά - thud
  • γδύνομαι στα ισλανδικά - afklæða
  • γείτονας στα ισλανδικά - náungi, nágranni, náunga, nágranna, granni
  • γεγονός στα ισλανδικά - atburður, atvik, staðreynd, Staðreyndin, sú staðreynd, raun
Τυχαίες λέξεις
Γδύνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: afklæða, unrobe