Γδύνω στα ιταλικά
Μετάφραση: γδύνω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
svestire, spogliare, unrobe
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γδύνω
γδύνω λεξικό γλώσσας ιταλικά, γδύνω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- γδούπος στα ιταλικά - botta, colpo, bussata, picchio, fragore, percossa, battuta, ...
- γδύνομαι στα ιταλικά - spogliare, svestire, spogliarsi, undress, svestirsi
- γείτονας στα ιταλικά - vicino, prossimo, vicina, vicino di casa, il prossimo
- γεγονός στα ιταλικά - avvenimento, fatto, vicenda, caso, realtà, evento, infatti, ...
Τυχαίες λέξεις
Γδύνω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: svestire, spogliare, unrobe
Μεταφράσεις: svestire, spogliare, unrobe