Γδύνω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: γδύνω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
unrobe
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γδύνω
γδύνω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, γδύνω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- γδούπος στα σλαβομακεδονικά - потежок ударот, татнеж, татнеж ја, спорадичен татнеж, спорадичен татнеж ја
- γδύνομαι στα σλαβομακεδονικά - соблечам, се соблечам
- γείτονας στα σλαβομακεδονικά - соседот, сосед, ближен, ближниот, сосетка
- γεγονός στα σλαβομακεδονικά - факт, Всушност, фактот, тоа
Τυχαίες λέξεις
Γδύνω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: unrobe
Μεταφράσεις: unrobe