Γδύνω στα τσεχικά
Μετάφραση: γδύνω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odstrojit, svlékat, nedbalky, negližé
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γδύνω
γδύνω λεξικό γλώσσας τσεχικά, γδύνω στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- γδούπος στα τσεχικά - tlouct, třísknout, třesk, úder, bouchnutí, práskat, narazit, ...
- γδύνομαι στα τσεχικά - svlékat, negližé, nedbalky, odstrojit, svléknout, svléci, svléci se
- γείτονας στα τσεχικά - soused, bližní, sousedem, souseda, sousedka
- γεγονός στα τσεχικά - náhoda, příhoda, událost, skutek, pravda, případ, fakt, ...
Τυχαίες λέξεις
Γδύνω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: odstrojit, svlékat, nedbalky, negližé
Μεταφράσεις: odstrojit, svlékat, nedbalky, negližé