Γεφυρώνω στα δανικά

Μετάφραση: γεφυρώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bro, Bridge, broen
Γεφυρώνω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γεφυρώνω

γεφυρώνω συνώνυμα, γεφυρώνω συνώνυμο, γεφυρώνω λεξικό γλώσσας δανικά, γεφυρώνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • γευματίζω στα δανικά - spise, spise middag, at spise, spiser, spis
  • γευστικός στα δανικά - velsmagende, lækker
  • γεωγράφος στα δανικά - geograf, geografen, geografiker, geograf i
  • γεωγραφία στα δανικά - geografi, geografiske, geografisk, Geography, geografien
Τυχαίες λέξεις
Γεφυρώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bro, Bridge, broen