Γεφυρώνω στα ισλανδικά

Μετάφραση: γεφυρώνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
brú, Bridge, brúin
Γεφυρώνω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γεφυρώνω

γεφυρώνω συνώνυμα, γεφυρώνω συνώνυμο, γεφυρώνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, γεφυρώνω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • γευματίζω στα ισλανδικά - borða, borðað, snæða, að snæða, snætt
  • γευστικός στα ισλανδικά - bragðgóður, góður, ljúffengur, bragðgóð
  • γεωγράφος στα ισλανδικά - landfræðingur
  • γεωγραφία στα ισλανδικά - landafræði, landfræði, Landslagið, legu, Fjölmiðlar
Τυχαίες λέξεις
Γεφυρώνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: brú, Bridge, brúin