Γεφυρώνω στα ουκρανικά
Μετάφραση: γεφυρώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перекривати, перенісся, підлога, перемичка, міст, мост
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γεφυρώνω
γεφυρώνω συνώνυμα, γεφυρώνω συνώνυμο, γεφυρώνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, γεφυρώνω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- γευματίζω στα ουκρανικά - харчуватися, пообідати, обідайте, обідати, запросити, запросити на
- γευστικός στα ουκρανικά - смачний, приємний, витончений, смачно, смачну, найсмачніший, смачна
- γεωγράφος στα ουκρανικά - географ
- γεωγραφία στα ουκρανικά - географія, география
Τυχαίες λέξεις
Γεφυρώνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: перекривати, перенісся, підлога, перемичка, міст, мост
Μεταφράσεις: перекривати, перенісся, підлога, перемичка, міст, мост