Γεφυρώνω στα τούρκικα

Μετάφραση: γεφυρώνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
köprü, köprüsü, bridge, bir köprü, köprünün
Γεφυρώνω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γεφυρώνω

γεφυρώνω συνώνυμα, γεφυρώνω συνώνυμο, γεφυρώνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, γεφυρώνω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • γευματίζω στα τούρκικα - yemek, akşam yemeği, yemeği, yemek yiyebilir
  • γευστικός στα τούρκικα - lezzetli, lezzetli bir, tasty, leziz
  • γεωγράφος στα τούρκικα - coğrafyacı, coğrafyacısı, cografyaci, geographer
  • γεωγραφία στα τούρκικα - coğrafya, Coğrafyası, coğrafi, coğrafyanın, coğrafyasının
Τυχαίες λέξεις
Γεφυρώνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: köprü, köprüsü, bridge, bir köprü, köprünün