Γεφυρώνω στα εσθονικά
Μετάφραση: γεφυρώνω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
roop, sild, silla, silda, bridge, sildade
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γεφυρώνω
γεφυρώνω συνώνυμα, γεφυρώνω συνώνυμο, γεφυρώνω λεξικό γλώσσας εσθονικά, γεφυρώνω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- γευματίζω στα εσθονικά - lõunastama, lõunatama, einestada, süüa, lõunatada, õhtustada
- γευστικός στα εσθονικά - maitsekas, maitsev, maitsvat, maitsvaid, maitsvad, maitsva
- γεωγράφος στα εσθονικά - geograaf, maateadlane, geograafi, geograafiaraamatuis, geograafide
- γεωγραφία στα εσθονικά - maateadus, geograafia, geograafiat, geograafiast, geograafias, geograafilise
Τυχαίες λέξεις
Γεφυρώνω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: roop, sild, silla, silda, bridge, sildade
Μεταφράσεις: roop, sild, silla, silda, bridge, sildade