Δέσιμο στα δανικά

Μετάφραση: δέσιμο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
binde, at binde, primære, binder, koblingssalg
Δέσιμο στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δέσιμο

δέσιμο γραβάτας διπλός κόμπος, δέσιμο γραβάτας, δέσιμο ντομάτας, δέσιμο γραβάτα, δέσιμο σαλπιγγών, δέσιμο λεξικό γλώσσας δανικά, δέσιμο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • δέρμα στα δανικά - skind, hud, huden, hudens, skin
  • δέρνω στα δανικά - slå, overvinde, hjerteslag, rytme, piske, flog, pisker, ...
  • δέσμευση στα δανικά - engagement, forpligtelse, tilsagn, tilsagn om, forpligtelser
  • δέσμη στα δανικά - pakke, klynge, stråle, beam, bjælke, strålen, bjælken
Τυχαίες λέξεις
Δέσιμο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: binde, at binde, primære, binder, koblingssalg