Δέσιμο στα ουγγρικά
Μετάφραση: δέσιμο, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
árukapcsolás, kapcsoló, árukapcsolással, lekötéséből, állást
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δέσιμο
δέσιμο γραβάτας διπλός κόμπος, δέσιμο γραβάτας, δέσιμο ντομάτας, δέσιμο γραβάτα, δέσιμο σαλπιγγών, δέσιμο λεξικό γλώσσας ουγγρικά, δέσιμο στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- δέρμα στα ουγγρικά - dolcsi, öntvénykéreg, koton, oxidréteg, gebe, pergament, hurkabél, ...
- δέρνω στα ουγγρικά - lebegés, pergés, körjárat, pumpoló, megvert, kisemmizett, szívverés, ...
- δέσμευση στα ουγγρικά - utalás, elkötelezettség, elkötelezés, elkötelezettségét, kötelezettségvállalás, elkötelezettséget, kötelezettségvállalást
- δέσμη στα ουγγρικά - kiscsomag, ércfészek, csokor, konda, boly, gerenda, sugár, ...
Τυχαίες λέξεις
Δέσιμο στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: árukapcsolás, kapcsoló, árukapcsolással, lekötéséből, állást
Μεταφράσεις: árukapcsolás, kapcsoló, árukapcsolással, lekötéséből, állást