Δέσιμο στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: δέσιμο, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
врзување, врзувајќи, врзување на, врзувањето, врзувањето на
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δέσιμο
δέσιμο γραβάτας διπλός κόμπος, δέσιμο γραβάτας, δέσιμο ντομάτας, δέσιμο γραβάτα, δέσιμο σαλπιγγών, δέσιμο λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, δέσιμο στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- δέρμα στα σλαβομακεδονικά - кожата, кожа, на кожата, кожни
- δέρνω στα σλαβομακεδονικά - пулсот, камшикуваат, шибам
- δέσμευση στα σλαβομακεδονικά - посветеност, обврска, посветеноста, заложба, определба
- δέσμη στα σλαβομακεδονικά - снопот, зрак, зракот, греда, гредата, сноп
Τυχαίες λέξεις
Δέσιμο στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: врзување, врзувајќи, врзување на, врзувањето, врзувањето на
Μεταφράσεις: врзување, врзувајќи, врзување на, врзувањето, врзувањето на