Δέσιμο στα τούρκικα
Μετάφραση: δέσιμο, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bağlama, ipe, bağlayan, bağlayarak, bağlıyor
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δέσιμο
δέσιμο γραβάτας διπλός κόμπος, δέσιμο γραβάτας, δέσιμο ντομάτας, δέσιμο γραβάτα, δέσιμο σαλπιγγών, δέσιμο λεξικό γλώσσας τούρκικα, δέσιμο στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- δέρμα στα τούρκικα - deri, cilt, ten, cildin, cildi
- δέρνω στα τούρκικα - nabız, darbe, ritim, kamçılamak, flog, dövmek, dayak atmak, ...
- δέσμευση στα τούρκικα - sadakat, bağlılık, taahhüt, taahhüdü, bağlılığı, taahhüttür
- δέσμη στα τούρκικα - paket, demet, küme, kiriş, ışın, ışını, demeti, ...
Τυχαίες λέξεις
Δέσιμο στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: bağlama, ipe, bağlayan, bağlayarak, bağlıyor
Μεταφράσεις: bağlama, ipe, bağlayan, bağlayarak, bağlıyor