Δέσιμο στα πορτογαλικά
Μετάφραση: δέσιμο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amarrando, amarração, amarrar, atar, subordinação
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δέσιμο
δέσιμο γραβάτας διπλός κόμπος, δέσιμο γραβάτας, δέσιμο ντομάτας, δέσιμο γραβάτα, δέσιμο σαλπιγγών, δέσιμο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δέσιμο στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- δέρμα στα πορτογαλικά - desnatar, cútis, pele, da pele, a pele, de pele
- δέρνω στα πορτογαλικά - cadência, bater, pulsar, ritmo, açoitar, flog, açoitá, ...
- δέσμευση στα πορτογαλικά - compromisso, empenho, comprometimento, empenhamento, o compromisso
- δέσμη στα πορτογαλικά - grupo, pacote, viga, feixe, feixe de, raio, do feixe
Τυχαίες λέξεις
Δέσιμο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: amarrando, amarração, amarrar, atar, subordinação
Μεταφράσεις: amarrando, amarração, amarrar, atar, subordinação