Δέσιμο στα ισλανδικά
Μετάφραση: δέσιμο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
binda, að binda, batt, því að binda, bindur
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δέσιμο
δέσιμο γραβάτας διπλός κόμπος, δέσιμο γραβάτας, δέσιμο ντομάτας, δέσιμο γραβάτα, δέσιμο σαλπιγγών, δέσιμο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δέσιμο στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- δέρμα στα ισλανδικά - hörund, bjór, húð, húðina, húðin, í húð, húðinni
- δέρνω στα ισλανδικά - berja, sigra, flog
- δέσμευση στα ισλανδικά - skuldbinding, skuldbindingu, skuldbindingar, skuldbindingu um, vilji
- δέσμη στα ισλανδικά - geisla, bjálkanum, bjálki
Τυχαίες λέξεις
Δέσιμο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: binda, að binda, batt, því að binda, bindur
Μεταφράσεις: binda, að binda, batt, því að binda, bindur