Δέσιμο στα λευκορωσικά
Μετάφραση: δέσιμο, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
завязванне, завязаўшы
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δέσιμο
δέσιμο γραβάτας διπλός κόμπος, δέσιμο γραβάτας, δέσιμο ντομάτας, δέσιμο γραβάτα, δέσιμο σαλπιγγών, δέσιμο λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, δέσιμο στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- δέρμα στα λευκορωσικά - скура, кожа
- δέρνω στα λευκορωσικά - пароць, лупцаваць, джголіць, пороть
- δέσμευση στα λευκορωσικά - абавязацельства, абавязак, абавязанне, абавязальніцтва, абавязацельствы
- δέσμη στα λευκορωσικά - прамень, луч, промень
Τυχαίες λέξεις
Δέσιμο στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: завязванне, завязаўшы
Μεταφράσεις: завязванне, завязаўшы